προετοιμάζει

προετοιμάζει
προετοιμάζω
get ready beforehand
pres ind mp 2nd sg
προετοιμάζω
get ready beforehand
pres ind act 3rd sg
προετοιμάζει , προετοιμάζω
get ready beforehand
pres ind mp 2nd sg
προετοιμάζει , προετοιμάζω
get ready beforehand
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • ειλαπινουργός — εἰλαπινουργός, ο (Α) αυτός που προετοιμάζει ειλαπίνη …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμοποιός — θαλαμοποιός, όν (Α) 1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, θαυματο ποιός) …   Dictionary of Greek

  • κεναγγής — κεναγγής, ές (Α) 1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία τού σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και… …   Dictionary of Greek

  • παρασκευαστικός — ή, ό / παρασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [παρασκευάζω] ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι αρχ. 1. προπαρασκευαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • περιτονίτιδα — Η σημαντικότερη πάθηση του περιτοναίου μπορεί να είναι διάχυτη ή περιγεγραμμένη, σε οξεία ή χρόνια μορφή. Οι οξείες διάχυτες π. οφείλονται τις περισσότερες φορές σε διάτρηση, φλεγμονώδη ή όχι, ενός τμήματος του πεπτικού σωλήνα: η κλινική εικόνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”